- εκσαγηνευω
- ἐκσαγηνεύωἐκ-σᾰγηνεύωловить в свои сети
(αὐτὸν τὸν κυνηγόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὐτὸν τὸν κυνηγόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσαγηνεύω — ἐκσαγηνεύω (Α) 1. συλλαμβάνω με τη σαγήνη, με το δίχτυ, παγιδεύω στα δίχτυα 2. (κατ άλλους) βγάζω από τη σαγήνη, από το δίχτυ … Dictionary of Greek
ἐκσαγηνεύει — ἐκσαγηνεύω entangle in the toils pres ind mp 2nd sg ἐκσαγηνεύω entangle in the toils pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσαγηνεῦσαι — ἐκσαγηνεύω entangle in the toils aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)